λαός

λαός
λαός
Grammatical information: m.
Meaning: `(the common) folk, crowd, military, people', in the NT esp. `the Jewish people', pl. `the military, men, subjects, serfs', also `the laity' (LXX); in sing. `follower' (Hecat. 23J.); on use and spread amply Björck Alpha impurum 318ff. (Il., Dor., hell).
Other forms: Ion. ληός (rare), Ion. Att. λεώς (archaic a. rare)
Dialectal forms: Myc. rawaketa \/lāwāgetās\/ cf. Chantraine Études 88m. n. 1
Compounds: Many old compp.: ΛαϜο-πτόλεμος, Ϝιό-λαϜος (Cor.), λαγέτας m. `leader of the people' (Pi.) from λᾱϜ-ᾱγετᾱς, Λα-έρ-της s.v., λαο-σσόος `urging the men' (Hom.; s. σεύω), λαο-, λεω-φόρος `carrying the people, publicly', of streets, as subst. `road' (Il.), Μενέλαος (Il.), -λεως Att. (Björck 104 ff.), a.o.; on the compounds Fick-Bechtel PN 184ff., and Björck l.c.
Derivatives: Few derivv. (partly because of the synonymous δῆμος, partly because of the homonymous forms of λᾱ̃ας): 1. λαϊκός `of the people, common' (hell.). 2. λαώδης `popular' (Ph., Plu.). 3. Λήϊτος PN (Il.), λήϊτον n. (on the very rare suffix -ιτο- Schwyzer 504) `townhall' with the Achaeans (Hdt., Plu. with Ion.- Att. form for) λάϊτον τὸ ἀρχεῖον, λαΐτων τῶν δημοσίων τόπων H.; beside it a.o λῃ̃τον (cod. λῃτόν) δημόσιον, ληΐτη, οἱ δε λῄτη (cod. λῃτή) ἱέρεια; cf. λαιετόν `townhall' (Su.) [strange]. λειτόν βλάσφημον H. (correct?); Fur. 238 n. 45 objects that -ιτο- is a Pre-Greek suffix, ib. 163, 187. Deriv. ληιτιαί ἡγεμονίαι, στρατιαί H. (Scheller Oxytonierung 91).
Origin: IE [Indo-European] [00] *leh₂-u̯o- `(fighting) people'
Etymology: As adj. 1.member in λῃτουργέω (λειτ-) `fulfill a public office on private means, provide a (public, ecclesiastical) service' with λῃτουργ-ία (λειτ-) `state-, service, Liturgie' (Att.), -ός, -ημα etc. (hell.), comp. *ληϊτο-Ϝεργ-έω to *λήϊτα ἔργα, cf. δημιουργέω, -ός (s.v.); also λῄτ-αρχος m. `public priest' (Lyc. 991). - Cf. also λείτωρ. Like thr Germ. word for `people', OHG liut, OE lēod, λᾱ(Ϝ)ός was origin. an (abstracte) collective; to it came the plur. λᾱ(Ϝ)οί as liuti, lēode 'Leute', to which again the sing. ληός `follower' as liut `man', cf. Schwyzer-Debrunner 42 n. 3, Wackernagel Synt. 1,92 f. - Otherwise than with the synonymous δῆμος and στρατός, λᾱ(Ϝ)ός, which was in Ion.-Att. never quite a thome, has no IE. etymologie, but was nevertheless old. (Not to λᾶας.) Mostly connected with Hitt. lah̯h̯a- `campaign' (Sturtevanr Lang. 7 (1931) 120; Tischler, Heth. etym. Glossar 5, 8). - In Maced.-Epir. PN Δρεβελαου v. Blumenthal IF 49, 181ff. finds an Illyr. pendant of Gr. Τρεφέλεως (further a PN Lava).
Page in Frisk: 2,83-84

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • λαός — ο 1. το σύνολο των ατόμων που ζουν σε μια χώρα, περιοχή ή πόλη: Ο λαός της Ελλάδας. 2. έθνος, φυλή: Ο ελληνικός λαός. 3. το σύνολο ή μέρος των κατοίκων μιας χώρας σε αντιδιαστολή με το κράτος: Ο λαός αντέδρασε στις νέες φορολογικές ρυθμίσεις. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαός — λᾱός , λαός men masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λᾶος — λᾶας stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολὺς λαός, ὀλίγοι δὲ ἄνθρωποι. — См. Людей нет! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • λεώς — λαός men masc acc pl (doric ionic) λαός men masc nom/voc/acc pl (attic) λαός men masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οτεντότοι — Λαός, που άλλοτε ήταν εγκατεστημένος σε ολόκληρη τη νότια Αφρική και σήμερα, αρκετά περιορισμένος σε αριθμό ζει στις πιο απρόσιτες ζώνες της νοτιοδυτικής Αφρικής. Όταν το 1652 οι Ολλανδοί ίδρυσαν την Πόλη του Ακρωτηρίου, βρήκαν την παράκτια… …   Dictionary of Greek

  • Πικηνοί — Λαός της προρωμαϊκής Ιταλίας, που αποτελούσαν ίσως κατά ένα μέρος ομβρικοσαβελλικά και κατά ένα μέρος προϊνδοευρωπαϊκά στοιχεία, ο οποίος ήταν εγκαταστημένος στην κεντρική Ιταλία, προς την Αδριατική. Οι ιστορικές πληροφορίες που έχουμε για τους… …   Dictionary of Greek

  • λεῶ — λαός men masc gen sg (doric ionic aeolic) λαός men masc acc sg (attic) λεάζω to be smooth fut ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • Ναβαταίοι — Λαός αραβικής καταγωγής, που κατοικούσε στην Πετραία Αραβία. Κατοικούσαν αρχικά στις όχθες του Ευφράτη. Από τον 8o αι. π.Χ. άρχισαν να κατεβαίνουν στον νότο, όπου εγκαταστάθηκαν στην περιοχή ανάμεσα στη Νεκρά θάλασσα και στον Αϊλανιτικό κόλπο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”